- αμοραλισμός
- Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή κακός, αυτόν που είναι πέρα από την κατηγορία της ηθικής, τον ηθικά ουδέτερο. Γι’ αυτό τον λόγο, η ορθότερη μεταφορά του όρου θα ήταν αήθικος (και αηθικισμός, αντίστοιχα, για τη θεωρία), και δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με τη λέξη ανήθικος που δηλώνει αυτόν που δεν συμφωνεί με την ηθική, που είναι αντίθετος στον ηθικό νόμο ή τον παραβαίνει, αλλά ούτε και με τη λέξη αήθης που ταυτίζεται με τον αισχρό, τον χυδαίο. Ο όρος διατηρήθηκε στην πρωτότυπη μορφή του, εξελληνισμένος, προφανώς για την αποφυγή σύγχυσης με τους άλλους δύο παραπάνω τύπους που χρησιμοποιούν το στερητικό α.
Ο α. μπορεί να έχει τη μορφή του ηδονισμού του Αρίστιππου του Κυρηναίου, ο οποίος δεν αναγνώριζε κανένα άλλο αγαθό ή κανόνα εκτός από την ικανοποίηση της επιθυμίας (η ηδονή είναι το φυσικό και νόμιμο κριτήριο της πράξης και της όλης ανθρώπινης ζωής), αλλά και της ροπής προς την ισχύ του Νίτσε (σκοπός της ζωής είναι η δύναμη).
* * *ο Φιλοσ.1. αντίληψη που αρνείται την αντικειμενικότητα και την καθολικότητα τών ηθικών κανόνων.2. τρόπος ζωής χωρίς ηθικές αρχές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amoralism < amoral (< a-στερ. + moral «ηθικός») + -ism (πρβλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.